μπουσούλημα

μπουσούλημα
το [μπουσουλώ]
το να μετακινείται κάποιος χρησιμοποιώντας και τα χέρια και τα πόδια, όπως τα βρέφη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπουσούλισμα — το [μπουσουλίζω] μπουσούλημα …   Dictionary of Greek

  • τετραποδισμός — ο, ΝΑ [τετραποδίζω] το βάδισμα με τα τέσσερα, το μπουσούλημα νεοελλ. (για ιπποειδή) το βάδισμα που γίνεται καθώς το ζώο σηκώνει και κατεβάζει τα πόδια διαδοχικά …   Dictionary of Greek

  • αρκουδίζω — ισα, βαδίζω με τα τέσσερα σαν τις αρκούδες, μπουσουλώ: Το μωρό μας άρχισε να αρκουδίζει. Ουσ. αρκούδισμα, το το μπουσούλημα των νηπίων· επίρρ. τροπ., αρκουδιστά μπουσουλώντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετραποδισμός — ο 1. το βάδισμα με τα τέσσερα, το μπουσούλημα. 2. (για ζώα) περπάτημα βάδην …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”